πασσάλωμα

πασσάλωμα

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "πασσάλωμα" в других словарях:

  • πασσάλωμα — το 1. η ενέργεια του πασσαλώνω. 2. το σύνολο των πασσάλων που χρησιμοποιούνται για τη στερέωση ή το φράξιμο: Τούτο το πασσάλωμα θα κρατήσει χρόνια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πασσάλωμα — το 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού πασσαλώνω 2. το σύνολο τών πασσάλων που χρησιμεύουν για στερέωση ή σχηματισμό φράχτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < πασσαλώνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»