πασσάλωμα
Смотреть что такое "πασσάλωμα" в других словарях:
πασσάλωμα — το 1. η ενέργεια του πασσαλώνω. 2. το σύνολο των πασσάλων που χρησιμοποιούνται για τη στερέωση ή το φράξιμο: Τούτο το πασσάλωμα θα κρατήσει χρόνια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πασσάλωμα — το 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού πασσαλώνω 2. το σύνολο τών πασσάλων που χρησιμεύουν για στερέωση ή σχηματισμό φράχτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < πασσαλώνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek